Η γνώση της Βυζαντινής Μουσικής κατά τη γνώμη μου φαίνεται από το εάν ο Ιεροψάλτης είναι σε θέση να τοποθετήσει στο κείμενο τα σωστά ισοκρατήματα και όχι αν τα εκτελεί καλά ως ισοκράτης.
Θεωρώ ότι κριτήριο τοποθετήσεως των ισοκρατημάτων είναι οι αλλαγές των ήχων σε συνάρτηση με το πόσο αναπτύσσεται ο νέος ήχος, αρκεί βέβαια να μπορούμε να τις αντιληφθούμε. Δέν είναι απαραίτητο πάντα να υπάρχει φθορικό σύμβολο. Η αλλαγή του ήχου και μόνο σημαίνει ότι εφθάρη ο προηγούμενος ήχος και μπήκαμε σε νέο, ίσως και στο ίδιο γένος ή χρόα (ειδική υποδιαίρεση γένους). Το να μπορέσει κάποιος να αντιληφθεί από πού εισάγεται ένας ήχος και που μπαίνει ο επόμενος ώστε να τον στηρίξει συμφωνικά με το ισοκράτημα της βάσης του από την έναρξή του, προϋποθέτει ιδιαίτερα καλή γνώση της μουσικής μορφολογίας του κάθε ήχου και του σχηματισμού των θέσεων φορμών. Ειδικά δε στα Παπαδικά και παλαιά στιχηραρικά μέλη αλλά και στα σύντομα. Και βεβαίως αυτονόητο θεωρώ ότι οι έλξεις είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις αλλαγές των ήχων και τα ισοκρατήματα. Άρα απομακρύνω ως βασικό κριτήριο το “ακούγεται ωραία όμως.. και αν το ισον μπεί εκεί.. η πιο εκεί..” κάτι που συνήθως συμβαίνει με τα αρμονικά δυτικού τύπου ισοκρατήματα που το μόνο που προσφέρουν είναι μια ιδιόμορφη αισθητική η οποία βασίζεται περισσότερο στην Αρμονία της Ευρωπαικής Μουσικής και το ανάλογο σκεπτικό της, παρά στη φιλοσοφία και σκεπτικό της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής που είναι το λιτό και ουσιώδες παράλληλα.
Ούτε τα διπλά ισοκρατήματα ασπάζομαι διότι μπορεί μεν να έχουν συνειρμικά ένα θεωρητικό υπόβαθρο, αποτελούν όμως πλεονασμό παραφορτώνοντας το Εκκλησιαστικό μέλος μετατοπίζοντας το σκοπό του.
Στο εκτελεστικό μέρος τώρα του ισοκρατήματος, θα αρκεστώ στο να πω ότι πρέπει να είναι πολύ χαμηλόφωνο, διακριτικό και συνεχόμενο σε όλα τα είδη μέλους ώστε να μην διακόπτεται η μελωδία και να μην έχει την αίσθηση ο ακροατής ότι κτυπάς με ένα σφυρί.
Άξιο περιεργείας είναι ότι κάποιοι στην Αθήνα θεωρούν ότι τα διακεκομμένα ισοκρατήματα αποτελούν Πατριαρχική παράδοση και ύφος. Ουδέποτε όμως εντός του Πατριαρχικού Ναού γινόταν κάτι τέτοιο. Από τη δεκαετία του 70 και μετά παρατηρήθηκε εντονότερα στην Ελλάδα. Ας μην ξεχνάμε ότι τον κύριο λόγο έχει ο ψάλτης και το τι είδους ερμηνεία κάνει.
ΔΚΠ